παροχήν

παροχήν
παροχή
supply
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • поданиѥ — ПОДАНИ|Ѥ (39), ˫А с. 1.Действие по гл. подати в 1 знач.: хвалѧщиимъ же сѧ въдаани˫а ради злата. въчинѥномъ быти въ цр҃кви… бестѹдьнъмь лицьмь. и непокръвеныими ѹсты поносьливыими словесы. въпѹщеныимъ добродѣтели ради жити˫а отъ ст҃ааго д҃ха. и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ενοχή — Νομική σχέση σύμφωνα με την οποία ένα πρόσωπο (οφειλέτης) είναι υποχρεωμένο να προβεί σε μια ορισμένη παροχή προς ένα άλλο (πιστωτή). Σε αντίθεση με τα εμπράγματα δικαιώματα, που εκφράζουν τη νομική θέση του προσώπου απέναντι σε ένα πράγμα και… …   Dictionary of Greek

  • παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”